- ακροβατικός
- η , ό[ν]1) акробатический; эквилибристический; 2) перен. рискованный;
ακροβατική πολιτική — рискованная политика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροβατική πολιτική — рискованная политика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακροβατικός — ή, ό (Α ἀκροβατικός) [ἀκροβάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην ακροβασία και στους ακροβάτες 2. αυτός που εκτελείται από ακροβάτη 3. ο επιτήδειος ή αυτός που μετέρχεται ριψοκίνδυνα τεχνάσματα, ιδιαίτερα στην πολιτική 4. το θηλ. ως … Dictionary of Greek
ακροβατικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ακροβάτη ή στην ακροβασία: Τα ακροβατικά γυμνάσματα που είδαμε ήταν εντυπωσιακά. 2. αυτός που κάνει επικίνδυνες ενέργειες σε κάποιον τομέα: Η τακτική σου στο θέμα αυτό είναι σχεδόν ακροβατική … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροβάτης — I Ο όρος κατά λέξη σημαίνει αυτόν που περπατάει στις άκρες των ποδιών και χρησιμοποιείται από πολλές ξένες γλώσσες για να υποδηλώσει κάθε είδους θαυματοποιούς, σχοινοβάτες, σαλτιμπάγκους, άλτες, ισορροπιστές, δεξιοτέχνες ποδηλάτες κ.ά. Η… … Dictionary of Greek
καρσιλαμάς — Χορός προερχόμενος από την Ανατολή. Θεωρείται παραλλαγή της αρχαίας πυρριχίου ορχήσεως, η οποία είχε διασωθεί από τους Βυζαντινούς. Η παραλλαγή συντελέστηκε με την ανάμειξη στοιχείων από τους χορούς των Ζεϊμπέκων. Ο κ. είναι ζωηρός, γοργός,… … Dictionary of Greek
κυβίστημα — το (Α κυβίστημα) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω, τούμπα … Dictionary of Greek
κυβίστηση — η (Α κυβίστησις) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω (ὀρχήσεις παίδων καὶ κυβιστήσεις», Πλούτ.) νεοελλ. αστρον. 1. τυχαία περιστροφή πυραύλου, δορυφόρου ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα 2. (αθλ.) γυμναστικό άλμα που… … Dictionary of Greek